προκαταστρέφω

προκαταστρέφω
προκατα-στρέφω,
A subdue, overthrow beforehand, J.BJ4.7.3 ([voice] Med.).
II (sc. τὸν βίον) die first, Phld.Herc. 1041.8, D.L.2.138: metaph., π. εἰς . . stop short at . . , Epicur.Sent.25.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προκαταστρέφω — Α 1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω προηγουμένως 2. καταστρέφω, αφανίζω 3. φρ. α) «προκαταστρέφω τὸν βίον» πεθαίνω πρόωρα β) μτφ. «προκαταστρέφω εἴς τι» σταματώ, διακόπτω εκ τών προτέρων …   Dictionary of Greek

  • προκαταστροφή — ἡ, Α [προκαταστρέφω] 1. πρόωρος θάνατος 2. θάνατος πριν από τον θάνατο άλλων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”